- φυλογενετικός
- -ή, -ό, Ν1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογένεση, που σχετίζεται με την εξελικτική ιστορία και τη γραμμή καταγωγής ενός είδους ή μιας ανώτερης ταξινομικής μονάδας, δηλαδή που περιγράφει τα στάδια τής εξελικτικής ιστορίας τών ομάδων τών διαφόρων οργανισμών («φυλογενετική ταξινόμηση»)2. φρ. α) «φυλογενετική σχέση»βιολ. η σχέση που βασίζεται στην εγγύτητα τής εξελικτικής καταγωγής, σε αντιδιαστολή προς τη φαινοτυπική σχέση, η οποία βασίζεται στη μέγιστη παρατηρήσιμη ομοιότητα, αλλ. φυλετική σχέσηβ) «φυλογενετικό δένδρο»βιολ. το γενεαλογικό δένδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλογένεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη].
Dictionary of Greek. 2013.